κερασένιος, -ια, -ιο

κερασένιος, -ια, -ιο
1. αυτός που έχει γίνει από ξύλο κερασιάς.
2. αυτός που έχει το σχήμα ή το χρώμα κερασιού: Έχει κερασένια χείλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κερασένιος — α, ο [κεράσι] 1. ο κατασκευασμένος από ξύλο κερασιάς 2. αυτός που έχει το σχήμα ή το χρώμα τού κερασιού («κερασένια χείλη») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”